- χοροιμανής
- -ές, Α(επικ. τ.) βλ. χορομανής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοροιμανές — χοροιμανής masc/fem voc sg χοροιμανής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροιμανέος — χοροιμανής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορομανής — ές, ΝΜΑ, και επικ. τ. χοροιμανής Α μανιώδης χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἐρωτο μανής, ενώ ο ποιητ. τ. χοροιμανής με α συνθετικό χοροῖ, τοπική τού χορός (πρβλ. χοροι θαλής) για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
χοροιμανία — ἡ, Α [χοροιμανής] (επικ. τ.) η χορομανία … Dictionary of Greek